- βαρυσκίπων
- βᾰρῠ-σκίπων [ῑ], ον, gen. ωνος,A with a heavy club, Call.Fr.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυσκίπων — ( ονος), ο (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που κρατάει βαρύ ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σκίπων «σκήπτρο, ράβδος, μπαστούνι»] … Dictionary of Greek
βαρυσκίπων — with a heavy club masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek